- τανδρί
- τἀνδρός, Α(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τῷ ἀνδρί, τοῡ ἀνδρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τἀνδρί — ἀνδρί , ἀνδρίς woman fem voc sg ἀνδρί , ἀνήρ nar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμπτός — ή, ό (ΑM μεμπτός, ή, όν) [μέμφομαι] άξιος μομφής, αξιοκατάκριτος αρχ. 1. ευκαταφρόνητος («καίτοι οὐκ ἂν εἴη μεμπτὸς μισθὸς ὁ τοιοῡτος», Πλάτ.) 2. αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου («ὥστ εἴ τι τὠμῷ τἀνδρὶ τῇδε τῇ νόσῳ ληφθέντι… … Dictionary of Greek